πολυκατέργαστος: Difference between revisions
From LSJ
Νέμεσιν φυλάσσου, μηδὲν ὑπέρογκον ποίει → Nemesin caveto: longe fuge superbiam → Hab Acht vor Nemesis und tu nichts über's Maß
(6_18) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολῠκατέργαστος''': -ον, ὁ ποικίλως εἰργασμένος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 135. | |lstext='''πολῠκατέργαστος''': -ον, ὁ ποικίλως εἰργασμένος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 135. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει υποστεί [[κατεργασία]] με πολλούς τρόπους<br /><b>2.</b> αυτός που έχει υποστεί πολλή [[κατεργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κατέργαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κατεργάζομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>κατέργαστος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, = foreg., ib.4.135. II gloss on ἀτμένιος, Sch.Nic.Al.178.
German (Pape)
[Seite 664] vielfach od. von Vielen bearbeitet, Schol. Il. 4, 135 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκατέργαστος: -ον, ὁ ποικίλως εἰργασμένος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Δ. 135.
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει υποστεί κατεργασία με πολλούς τρόπους
2. αυτός που έχει υποστεί πολλή κατεργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κατέργαστος (< κατεργάζομαι), πρβλ. ευ-κατέργαστος].