ἀτμένιος
English (LSJ)
ἀτμένιον, toilsome, prepared with trouble, Nic.Al.178,426.
Spanish (DGE)
-ον
usado por esclavos, de baja calidad λίπος Nic.Al.178, ἔλαιον Nic.Al.426.
German (Pape)
[Seite 387] ον, mühsam, mühevoll, λίπος Nic. Al. 178. 426, Schol. τὸ μετὰ πολλοῦ καμάτου γενόμενον διὰ τὴν τοῦ ἐλαίου σκευασίαν· ἢ ὃ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ γεωργοὶ κατεσκεύασαν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτμένιος: -ον, «πολυκατέργαστος, πολυδούλευτος, μετὰ κακοπαθείας γενόμενος» (Σχόλ.) ἀτμένιον λίπος Νικ. Ἀλεξιφ. 178, 242.
Translations
toilsome
Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: bewerkelijk, arbeidsintensief, laborieus; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: arbeitsintensiv, mühselig, mühsam, anstrengend, schwer; Ancient Greek: ἀτμένιος, βαρύμοχθος, διάπονος, δυσπονής, δύσπονος, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐπίμοχθος, ἐπίπονος, εὔπονος, καματηρός, καματῶδες, καματώδης, μογερός, ὀιζυρός, ὀϊζυρός, πολύμοχθος, πολύπονος, πονηρός, πονικός, πονόεις, ταλαπενθής, φιλόπονος; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: laboriosus; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: laborioso, trabalhoso; Romanian: laborios; Russian: трудоёмкий, трудный, тяжёлый, напряжённый, утомительный; Spanish: laborioso; Swedish: mödosam, tung