δυσελπιστέω: Difference between revisions
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
(6_20) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσελπιστέω''': σχεδὸν δὲν ἔχω ἐλπίδα, τινί, ἐπὶ τινι, [[περί]] τινος Πολύβ. 2. 10, 8., 44, 3, κτλ. | |lstext='''δυσελπιστέω''': σχεδὸν δὲν ἔχω ἐλπίδα, τινί, ἐπὶ τινι, [[περί]] τινος Πολύβ. 2. 10, 8., 44, 3, κτλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[perder la esperanza]], [[estar desesperanzado]], [[Ἀντίοχος]] ... συντριβεὶς τῇ διανοίᾳ καὶ δυσελπιστήσας Plb.21.13.2, τὴν εἰρήνην εἰσῆγεν ... ἤδη παντελῶς δυσελπιστοῦσι Them.<i>Or</i>.16.199c, c. dat. de causa τοῖς ὅλοις ἐκ τῶν συμβεβηκότων Plb.2.10.8<br /><b class="num">•</b>c. ἐπί y dat. o περί y gen. [[desesperar de]] ἐπὶ ταῖς τοῦ στρατηγοῦ βοηθείαις Plb.4.60.4, περὶ τῆς ὅλης ἐπιβολῆς Plb.16.33.1, περὶ τῶν μελλόντων I.<i>AI</i> 4.194<br /><b class="num">•</b>en v. pas. τὰ πρότερον δυσελπιστούμενα τῶν ἀγαθῶν los bienes que antes apenas tenía esperanzas (de obtener)</i>, Epicur.<i>Sent.Vat</i>.[6] 17. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 21 August 2017
English (LSJ)
A to have scarce a hope, τοῖς ὅλοις, ἐπὶ ταῖς βοηθείαις, Plb.2.10.8, 4.60.4:—Pass., to be despaired of, Epicur.Sent.Vat.17.
German (Pape)
[Seite 678] verzweifeln, τινί, an etwas, Pol. 2, 10, 8; ἐπί τινι, 4, 60, 4 u. öfter; περί τινος, Pol. 16, 33, 1, wo δυσελπίσαντα, wie 21, 10, 2 δυσελπίσας falsche Formen sind, nach Lob. Phryn. p. 569.
Greek (Liddell-Scott)
δυσελπιστέω: σχεδὸν δὲν ἔχω ἐλπίδα, τινί, ἐπὶ τινι, περί τινος Πολύβ. 2. 10, 8., 44, 3, κτλ.
Spanish (DGE)
perder la esperanza, estar desesperanzado, Ἀντίοχος ... συντριβεὶς τῇ διανοίᾳ καὶ δυσελπιστήσας Plb.21.13.2, τὴν εἰρήνην εἰσῆγεν ... ἤδη παντελῶς δυσελπιστοῦσι Them.Or.16.199c, c. dat. de causa τοῖς ὅλοις ἐκ τῶν συμβεβηκότων Plb.2.10.8
•c. ἐπί y dat. o περί y gen. desesperar de ἐπὶ ταῖς τοῦ στρατηγοῦ βοηθείαις Plb.4.60.4, περὶ τῆς ὅλης ἐπιβολῆς Plb.16.33.1, περὶ τῶν μελλόντων I.AI 4.194
•en v. pas. τὰ πρότερον δυσελπιστούμενα τῶν ἀγαθῶν los bienes que antes apenas tenía esperanzas (de obtener), Epicur.Sent.Vat.[6] 17.