δυσελπιστέω
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
English (LSJ)
to have scarce a hope, τοῖς ὅλοις, ἐπὶ ταῖς βοηθείαις, Plb.2.10.8, 4.60.4:—Pass., to be despaired of, Epicur.Sent.Vat.17.
Spanish (DGE)
perder la esperanza, estar desesperanzado, Ἀντίοχος ... συντριβεὶς τῇ διανοίᾳ καὶ δυσελπιστήσας Plb.21.13.2, τὴν εἰρήνην εἰσῆγεν ... ἤδη παντελῶς δυσελπιστοῦσι Them.Or.16.199c, c. dat. de causa τοῖς ὅλοις ἐκ τῶν συμβεβηκότων Plb.2.10.8
•c. ἐπί y dat. o περί y gen. desesperar de ἐπὶ ταῖς τοῦ στρατηγοῦ βοηθείαις Plb.4.60.4, περὶ τῆς ὅλης ἐπιβολῆς Plb.16.33.1, περὶ τῶν μελλόντων I.AI 4.194
•en v. pas. τὰ πρότερον δυσελπιστούμενα τῶν ἀγαθῶν los bienes que antes apenas tenía esperanzas (de obtener), Epicur.Sent.Vat.[6] 17.
German (Pape)
[Seite 678] verzweifeln, τινί, an etwas, Pol. 2, 10, 8; ἐπί τινι, 4, 60, 4 u. öfter; περί τινος, Pol. 16, 33, 1, wo δυσελπίσαντα, wie 21, 10, 2 δυσελπίσας falsche Formen sind, nach Lob. Phryn. p. 569.
Greek (Liddell-Scott)
δυσελπιστέω: σχεδὸν δὲν ἔχω ἐλπίδα, τινί, ἐπὶ τινι, περί τινος Πολύβ. 2. 10, 8., 44, 3, κτλ.
Russian (Dvoretsky)
δυσελπιστέω: Polyb. = δυσελπίζω.