κοινάσομαι: Difference between revisions

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
(6_23)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοινάσομαι''': κοινάσας, Δωρ. ἀντὶ κοινώσ-· ἴδε ἐν λ. [[κοινόω]].
|lstext='''κοινάσομαι''': κοινάσας, Δωρ. ἀντὶ κοινώσ-· ἴδε ἐν λ. [[κοινόω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κοινάσομαι:''' κοινάσας, Δωρ. αντί <i>κοινώσ-</i>.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινάσομαι Medium diacritics: κοινάσομαι Low diacritics: κοινάσομαι Capitals: ΚΟΙΝΑΣΟΜΑΙ
Transliteration A: koinásomai Transliteration B: koinasomai Transliteration C: koinasomai Beta Code: koina/somai

English (LSJ)

κοιν-άσας, Dor. for κοινώς-;

   A v. κοινόω.

Greek (Liddell-Scott)

κοινάσομαι: κοινάσας, Δωρ. ἀντὶ κοινώσ-· ἴδε ἐν λ. κοινόω.

Greek Monotonic

κοινάσομαι: κοινάσας, Δωρ. αντί κοινώσ-.