ἐπίθολος: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(6_16)
(13)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίθολος''': -ον, [[θολερός]], ἢ [[ὅταν]] ἐπίθολον [[ὕδωρ]] αἱ φρεατίαι ἀναβλύζωσι Ἰω. Λυδ. π. Διοσημ. 283. 1.
|lstext='''ἐπίθολος''': -ον, [[θολερός]], ἢ [[ὅταν]] ἐπίθολον [[ὕδωρ]] αἱ φρεατίαι ἀναβλύζωσι Ἰω. Λυδ. π. Διοσημ. 283. 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίθολος]], -ον (Μ)<br />[[θολός]], θολωμένος («ἐπίθολον [[ὕδωρ]]», Ιωάνν. Λυδ.).
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίθολος Medium diacritics: ἐπίθολος Low diacritics: επίθολος Capitals: ΕΠΙΘΟΛΟΣ
Transliteration A: epítholos Transliteration B: epitholos Transliteration C: epitholos Beta Code: e)pi/qolos

English (LSJ)

ον,

   A turbid, ὕδωρ Lyd.Ost.8.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίθολος: -ον, θολερός, ἢ ὅταν ἐπίθολον ὕδωρ αἱ φρεατίαι ἀναβλύζωσι Ἰω. Λυδ. π. Διοσημ. 283. 1.

Greek Monolingual

ἐπίθολος, -ον (Μ)
θολός, θολωμένος («ἐπίθολον ὕδωρ», Ιωάνν. Λυδ.).