κακοφράδμων: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(6_16)
(18)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακοφράδμων''': -ον, = [[κακοφραδής]], Φαβωρῖν. πρβλ. [[κακοχρήσμων]].
|lstext='''κακοφράδμων''': -ον, = [[κακοφραδής]], Φαβωρῖν. πρβλ. [[κακοχρήσμων]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κακοφράδμων]] και [[κακοφράσμων]], -ον (Α)<br />(ποιητ. λ.) [[κακοφραδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[φράδμων]] (<span style="color: red;"><</span> [[φράδμων]] <span style="color: red;"><</span> [[φράζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-[[φράδμων]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1305] ον, = κακοφραδής, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κακοφράδμων: -ον, = κακοφραδής, Φαβωρῖν. πρβλ. κακοχρήσμων.

Greek Monolingual

κακοφράδμων και κακοφράσμων, -ον (Α)
(ποιητ. λ.) κακοφραδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φράδμων (< φράδμων < φράζω), πρβλ. πολυ-φράδμων.