χθονοφοίτωρ: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(6_19)
 
(46)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''χθονοφοίτωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ὁ συχνάζων, φοιτῶν εἰς τὴν γῆν, Ἰω. Γαζ. ἐν Mantrang. Anecd. τ. 2, σ. 636, 5.
|lstext='''χθονοφοίτωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ὁ συχνάζων, φοιτῶν εἰς τὴν γῆν, Ἰω. Γαζ. ἐν Mantrang. Anecd. τ. 2, σ. 636, 5.
}}
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />αυτός που συχνάζει στη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χθών]], <i>χθονός</i> <span style="color: red;">+</span> <i>φοιτῶ</i> «[[συχνάζω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἡγή</i>-<i>τωρ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:48, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

χθονοφοίτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ συχνάζων, φοιτῶν εἰς τὴν γῆν, Ἰω. Γαζ. ἐν Mantrang. Anecd. τ. 2, σ. 636, 5.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ
αυτός που συχνάζει στη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + φοιτῶ «συχνάζω» + κατάλ. -τωρ (πρβλ. ἡγή-τωρ].