σμοιός: Difference between revisions

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
(6_10)
(38)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σμοιός''': -ή, -όν, Ἀρκάδ. 37, σμοῖος, α, ον, Θεόγνωστ. ἐν Ὀξων. Ἀνεκδ. 49, = [[σκυθρωπός]]· [[ὡσαύτως]] μοιός, [[σμυός]], Γραμμ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[χαλεπός]], [[φοβερός]], [[στυγνός]]».
|lstext='''σμοιός''': -ή, -όν, Ἀρκάδ. 37, σμοῖος, α, ον, Θεόγνωστ. ἐν Ὀξων. Ἀνεκδ. 49, = [[σκυθρωπός]]· [[ὡσαύτως]] μοιός, [[σμυός]], Γραμμ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[χαλεπός]], [[φοβερός]], [[στυγνός]]».
}}
{{grml
|mltxt=-ά, -όν και σμοῑος, -οία, -ον και [[σμυός]], -ά, -όν και μοῑος, -οία, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[σκυθρωπός]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χαλεπός]], [[φοβερός]], [[στυγνός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικοί τ. άγνωστης ετυμολ.].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 911] = σκυθρωπός, auch μοιός u. σμυός, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

σμοιός: -ή, -όν, Ἀρκάδ. 37, σμοῖος, α, ον, Θεόγνωστ. ἐν Ὀξων. Ἀνεκδ. 49, = σκυθρωπός· ὡσαύτως μοιός, σμυός, Γραμμ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χαλεπός, φοβερός, στυγνός».

Greek Monolingual

-ά, -όν και σμοῑος, -οία, -ον και σμυός, -ά, -όν και μοῑος, -οία, -ον, Α
1. σκυθρωπός
2. (κατά τον Ησύχ.) «χαλεπός, φοβερός, στυγνός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικοί τ. άγνωστης ετυμολ.].