καυσόομαι: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(6_20) |
(5) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καυσόομαι''': Παθ., καίομαι μὲ ὑπερβολικὴν θερμότητα, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. γ΄, 10 καὶ 12. ΙΙ. [[ὑποφέρω]] ἐκ καύσου (ΙΙ), «καυσώνω» ἢ «καψώνω» ἡ [[συνήθεια]], Διοσκ. 2. 162, Γαλην. | |lstext='''καυσόομαι''': Παθ., καίομαι μὲ ὑπερβολικὴν θερμότητα, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. γ΄, 10 καὶ 12. ΙΙ. [[ὑποφέρω]] ἐκ καύσου (ΙΙ), «καυσώνω» ἢ «καψώνω» ἡ [[συνήθεια]], Διοσκ. 2. 162, Γαλην. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καυσόομαι:''' Παθ., καίγομαι με υπερβολική [[ζέστη]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 1408] an großer Hitze, bes. Fieberhitze leiden, Sp.; in Brand gerathen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
καυσόομαι: Παθ., καίομαι μὲ ὑπερβολικὴν θερμότητα, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. γ΄, 10 καὶ 12. ΙΙ. ὑποφέρω ἐκ καύσου (ΙΙ), «καυσώνω» ἢ «καψώνω» ἡ συνήθεια, Διοσκ. 2. 162, Γαλην.
Greek Monotonic
καυσόομαι: Παθ., καίγομαι με υπερβολική ζέστη, σε Καινή Διαθήκη