κερδία: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κερδία''': ἡ, = [[φιλοκερδία]], Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] κερδέα) καὶ Φώτ. [[ὡσαύτως]] κερδεία, = [[ἀλωπεκία]], Ἡσύχ. | |lstext='''κερδία''': ἡ, = [[φιλοκερδία]], Ἡσύχ. ([[ἔνθα]] κερδέα) καὶ Φώτ. [[ὡσαύτως]] κερδεία, = [[ἀλωπεκία]], Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κερδία]], ἡ (Α) [[κέρδος]]<br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) [[απληστία]] για [[κέρδος]], [[φιλοκέρδεια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A greed of gain, Phot.
German (Pape)
[Seite 1423] ἡ, = φιλοκερδία, Phot. 156, 25.
Greek (Liddell-Scott)
κερδία: ἡ, = φιλοκερδία, Ἡσύχ. (ἔνθα κερδέα) καὶ Φώτ. ὡσαύτως κερδεία, = ἀλωπεκία, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κερδία, ἡ (Α) κέρδος
(κατά τον Φώτ.) απληστία για κέρδος, φιλοκέρδεια.