ἐκτοιχωρυχέω: Difference between revisions
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
(6_1) |
(big3_14b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκτοιχωρῠχέω''': [[εἰσέρχομαι]] βιαίως εἰς οἰκίαν καὶ γυμνώνω αὐτήν, [[καθόλου]], [[διαρπάζω]], λαφυραγωγῶ, τοὺς βίους Πολύβ. 4. 18, 8· ἐξετοιχώρυσε τὴν βασιλείαν ὁ αὐτ. 18. 38, 2. | |lstext='''ἐκτοιχωρῠχέω''': [[εἰσέρχομαι]] βιαίως εἰς οἰκίαν καὶ γυμνώνω αὐτήν, [[καθόλου]], [[διαρπάζω]], λαφυραγωγῶ, τοὺς βίους Πολύβ. 4. 18, 8· ἐξετοιχώρυσε τὴν βασιλείαν ὁ αὐτ. 18. 38, 2. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[abrir un boquete para desvalijar]], [[saquear]] ἐξετοιχωρύχησαν τοὺς βίους saquearon las haciendas</i> Plb.4.18.8, τὴν βασιλείαν Plb.18.55.2. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 21 August 2017
English (LSJ)
A break into a house and rob it: generally, pillage, plunder, τοὺς βίους Plb.4.18.8; τὴν βασιλείαν Id.18.55.2.
German (Pape)
[Seite 782] durch Einbruch plündern, übh. ausplündern, wie ein Dieb, τοὺς βίους, τὴν βασιλείαν, Pol. 4, 18, 8. 18, 38, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτοιχωρῠχέω: εἰσέρχομαι βιαίως εἰς οἰκίαν καὶ γυμνώνω αὐτήν, καθόλου, διαρπάζω, λαφυραγωγῶ, τοὺς βίους Πολύβ. 4. 18, 8· ἐξετοιχώρυσε τὴν βασιλείαν ὁ αὐτ. 18. 38, 2.
Spanish (DGE)
abrir un boquete para desvalijar, saquear ἐξετοιχωρύχησαν τοὺς βίους saquearon las haciendas Plb.4.18.8, τὴν βασιλείαν Plb.18.55.2.