σφακτικός: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(6_11) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφακτικός''': -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων πρὸς σφαγήν, «πανδούριον· [[μάχαιρα]] σφακτικὴ» Ζωναρ. Λεξ. σ. 1512. | |lstext='''σφακτικός''': -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων πρὸς σφαγήν, «πανδούριον· [[μάχαιρα]] σφακτικὴ» Ζωναρ. Λεξ. σ. 1512. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[σφάκτης]]<br />αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στη [[σφαγή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for slaughtering, μάχαιρα Zonar. s.v. πανδούριον.
Greek (Liddell-Scott)
σφακτικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων πρὸς σφαγήν, «πανδούριον· μάχαιρα σφακτικὴ» Ζωναρ. Λεξ. σ. 1512.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ σφάκτης
αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στη σφαγή.