θηρεύτωρ: Difference between revisions
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
(6_19) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θηρεύτωρ''': -ορος, ὁ, ἴδε [[θήρα]] ΙΙΙ. | |lstext='''θηρεύτωρ''': -ορος, ὁ, ἴδε [[θήρα]] ΙΙΙ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θηρεύτωρ]], ὁ (Α) [[θηρεύω]]<br />(για άνδρες που μετέχουν σε αγώνα του ιπποδρόμου) [[κυνηγός]] θηρίων, [[θηριοδαμαστής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A hunter, θ. ἄνδρες, of men engaged in Circus games, IG4.365 (Corinth).
German (Pape)
[Seite 1209] ορος, ὁ, Ja, er, Inscr. I p. 575.
Greek (Liddell-Scott)
θηρεύτωρ: -ορος, ὁ, ἴδε θήρα ΙΙΙ.
Greek Monolingual
θηρεύτωρ, ὁ (Α) θηρεύω
(για άνδρες που μετέχουν σε αγώνα του ιπποδρόμου) κυνηγός θηρίων, θηριοδαμαστής.