κιθάριον: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(6_22)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κιθάριον''': τό, μικρὰ [[κιθάρα]], ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ κιθάρειον κατὰ διόρθ. Casaub., Ἀθήν. 550A.
|lstext='''κιθάριον''': τό, μικρὰ [[κιθάρα]], ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ κιθάρειον κατὰ διόρθ. Casaub., Ἀθήν. 550A.
}}
{{grml
|mltxt=[[κιθάριον]], τὸ (Α)<br />υποκορ. του ψαριού [[κίθαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίθαρος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐθάριον Medium diacritics: κιθάριον Low diacritics: κιθάριον Capitals: ΚΙΘΑΡΙΟΝ
Transliteration A: kithárion Transliteration B: kitharion Transliteration C: kitharion Beta Code: kiqa/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of

   A κίθαρος 11, Ptol.Euerg.9J.

German (Pape)

[Seite 1437] τό, dim. von κιθάρα, Ath. XII, 550 a, l. d., Casaubon. emend. καθάριον.

Greek (Liddell-Scott)

κιθάριον: τό, μικρὰ κιθάρα, ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ κιθάρειον κατὰ διόρθ. Casaub., Ἀθήν. 550A.

Greek Monolingual

κιθάριον, τὸ (Α)
υποκορ. του ψαριού κίθαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίθαρος + υποκορ. κατάλ. -ιον].