τραπεζία: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρᾰπεζία''': ἡ, ἀμφίβ. γραφ. ἀντὶ [[τραπεζιτεία]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 1. | |lstext='''τρᾰπεζία''': ἡ, ἀμφίβ. γραφ. ἀντὶ [[τραπεζιτεία]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α [[τράπεζα]]<br /><b>πιθ.</b> [[κατασκευή]] τραπεζών («χρήσιμον ἔχει τὸ [[ξύλον]] πρὸς πολλὰ...εἰς τραπεζίαν», Θεόφρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = τραπεζοποιία (which shd. perh. be read), Thphr.HP 3.10.1.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπεζία: ἡ, ἀμφίβ. γραφ. ἀντὶ τραπεζιτεία, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 1.
Greek Monolingual
ἡ, Α τράπεζα
πιθ. κατασκευή τραπεζών («χρήσιμον ἔχει τὸ ξύλον πρὸς πολλὰ...εἰς τραπεζίαν», Θεόφρ.).