ἐπιΐστωρ: Difference between revisions
From LSJ
λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιΐστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ἐπιστάμενος, γινώσκων, [[μετὰ]] γεν., Ἡρακλῆα μεγάλων ἐπιΐστορα ἔργων, κατὰ τὸν Σχολιαστ., «μεγαλουργόν, ἐπὶ μεγάλοις ἔργοις ἱστορούμενον, ἐπιστήμονα» Ὀδ. Φ. 26. πρβλ. Lehrs. Ἀρίσταρχ. σ. 116· οὕτω, τεῶν μύθων ἐπιΐστορας, «μάρτυρας» (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 89, πρβλ. 16. 2) [[εἰδήμων]], ἔμπειρός τινος, Λατ. sciens, δίσκων, γεωμετρίης Ἀνθ. Π. 11. 371, παράρτ. 26. 7. | |lstext='''ἐπιΐστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ἐπιστάμενος, γινώσκων, [[μετὰ]] γεν., Ἡρακλῆα μεγάλων ἐπιΐστορα ἔργων, κατὰ τὸν Σχολιαστ., «μεγαλουργόν, ἐπὶ μεγάλοις ἔργοις ἱστορούμενον, ἐπιστήμονα» Ὀδ. Φ. 26. πρβλ. Lehrs. Ἀρίσταρχ. σ. 116· οὕτω, τεῶν μύθων ἐπιΐστορας, «μάρτυρας» (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 89, πρβλ. 16. 2) [[εἰδήμων]], ἔμπειρός τινος, Λατ. sciens, δίσκων, γεωμετρίης Ἀνθ. Π. 11. 371, παράρτ. 26. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />confident <i>ou</i> complice de, gén., <i>sel. d’autres</i> qui a conscience de, auteur de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἴστωρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιΐστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ἐπιστάμενος, γινώσκων, μετὰ γεν., Ἡρακλῆα μεγάλων ἐπιΐστορα ἔργων, κατὰ τὸν Σχολιαστ., «μεγαλουργόν, ἐπὶ μεγάλοις ἔργοις ἱστορούμενον, ἐπιστήμονα» Ὀδ. Φ. 26. πρβλ. Lehrs. Ἀρίσταρχ. σ. 116· οὕτω, τεῶν μύθων ἐπιΐστορας, «μάρτυρας» (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 89, πρβλ. 16. 2) εἰδήμων, ἔμπειρός τινος, Λατ. sciens, δίσκων, γεωμετρίης Ἀνθ. Π. 11. 371, παράρτ. 26. 7.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
confident ou complice de, gén., sel. d’autres qui a conscience de, auteur de.
Étymologie: ἐπί, ἴστωρ.