εἰδύλλιον: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰδύλλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[εἶδος]], βραχύ, ἐξόχως ἐπεξειργασμένον, περιγραφικὸν [[ποίημα]], τὸ πλεῖστον ἐπὶ βουκολικῶν ὑποθέσεων· τοιαῦτα εἰδύλλια ἔγραψαν ὁ Θεόκρ., ὁ Βίων καὶ ὁ Μόσχ., πρβλ. Πλιν. Ἐπιστ. 4. 14. | |lstext='''εἰδύλλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[εἶδος]], βραχύ, ἐξόχως ἐπεξειργασμένον, περιγραφικὸν [[ποίημα]], τὸ πλεῖστον ἐπὶ βουκολικῶν ὑποθέσεων· τοιαῦτα εἰδύλλια ἔγραψαν ὁ Θεόκρ., ὁ Βίων καὶ ὁ Μόσχ., πρβλ. Πλιν. Ἐπιστ. 4. 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />petite poésie, poésie fugitive, idylle.<br />'''Étymologie:''' [[εἶδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of
A εἶδος 11: short, highly wrought descriptive poem, mostly on pastoral subjects, as those of Theoc., Bion, Mosch., idyll, Sch. Theoc.Proll., cf. Plin.Ep.4.14.
German (Pape)
[Seite 724] τό, dim. von εἶδος, das Bildchen, ein kleines, zierliches Gedicht, meist ländliches Inhalts, wie die des Theocr., Bion u. Mosch.; nur bei Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδύλλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ εἶδος, βραχύ, ἐξόχως ἐπεξειργασμένον, περιγραφικὸν ποίημα, τὸ πλεῖστον ἐπὶ βουκολικῶν ὑποθέσεων· τοιαῦτα εἰδύλλια ἔγραψαν ὁ Θεόκρ., ὁ Βίων καὶ ὁ Μόσχ., πρβλ. Πλιν. Ἐπιστ. 4. 14.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite poésie, poésie fugitive, idylle.
Étymologie: εἶδος.