ἔκκροτος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(6_16)
(big3_13)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκκροτος''': -ον, [[τραχύς]], [[συνθήκη]] τε αὐτῷ (τῷ Εὐνομίῳ) ἐκβεβιασμένη... καὶ [[ἔκκροτος]], ὡς ἀνάγκην [[εἶναι]] τῷ ἀναγινώσκοντι τὰ ἐκείνου τύπτειν σφοδρῶς τὸν ἀέρα τοῖς χείλεσι Φωτ. Βιβλ. σ. 97. 42: πρβλ. [[ὑπόκροτος]].
|lstext='''ἔκκροτος''': -ον, [[τραχύς]], [[συνθήκη]] τε αὐτῷ (τῷ Εὐνομίῳ) ἐκβεβιασμένη... καὶ [[ἔκκροτος]], ὡς ἀνάγκην [[εἶναι]] τῷ ἀναγινώσκοντι τὰ ἐκείνου τύπτειν σφοδρῶς τὸν ἀέρα τοῖς χείλεσι Φωτ. Βιβλ. σ. 97. 42: πρβλ. [[ὑπόκροτος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que golpea]], [[que choca]], [[duro]] ret. del estilo, Eun.Cyz. en Phot.<i>Bibl</i>.97a1.
}}
}}

Revision as of 12:28, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 765] erzwungen, hart, Phot. cod. 138.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκκροτος: -ον, τραχύς, συνθήκη τε αὐτῷ (τῷ Εὐνομίῳ) ἐκβεβιασμένη... καὶ ἔκκροτος, ὡς ἀνάγκην εἶναι τῷ ἀναγινώσκοντι τὰ ἐκείνου τύπτειν σφοδρῶς τὸν ἀέρα τοῖς χείλεσι Φωτ. Βιβλ. σ. 97. 42: πρβλ. ὑπόκροτος.

Spanish (DGE)

-ον
que golpea, que choca, duro ret. del estilo, Eun.Cyz. en Phot.Bibl.97a1.