γονυπετής: Difference between revisions
Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn
(6_7) |
(big3_10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γονῠπετής''': -ές, (πεσεῖν) πίπτων εἰς τὰ γόνατα, ἕδραι γον., ἡ [[στάσις]] τοῦ γονατισμένου, γονατιστός, Εὐρ. Φοιν. 293, Συνέσ. Ἐπ. 57. | |lstext='''γονῠπετής''': -ές, (πεσεῖν) πίπτων εἰς τὰ γόνατα, ἕδραι γον., ἡ [[στάσις]] τοῦ γονατισμένου, γονατιστός, Εὐρ. Φοιν. 293, Συνέσ. Ἐπ. 57. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(γονῠπετής) -ές<br /><b class="num">1</b> [[postrado de hinojos]] σῶμα Tim.15.176, ἕδραι γονυπετεῖς posturas arrodilladas</i> E.<i>Ph</i>.293, ἱκέτης Synes.<i>Ep</i>.41 (p.58), como pred. ὁ δ' ... γ. ἐδεῖτο [[αὐτοῦ]] App.<i>Ill</i>.9, ἀποδέχονται γονυπετεῖς τὴν ἐπαρχότητα reciben postrados de hinojos el cargo de prefecto</i> Lyd.<i>Mag</i>.2.9.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[de hinojos]] προτρέποντος Lyd.<i>Mag</i>.2.17. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 21 August 2017
English (LSJ)
ές, (πεσεῖν)
A falling on the knee, Tim.Pers.189; ἕδραι γ. a kneeling posture, E.Ph.293.
German (Pape)
[Seite 502] ές, knie-, fußfällig, γονυπετεῖς ἕδ ρας προσπιτνῶ σ' ἄναξ Eur. Phoen. 300; Synes.
Greek (Liddell-Scott)
γονῠπετής: -ές, (πεσεῖν) πίπτων εἰς τὰ γόνατα, ἕδραι γον., ἡ στάσις τοῦ γονατισμένου, γονατιστός, Εὐρ. Φοιν. 293, Συνέσ. Ἐπ. 57.
Spanish (DGE)
(γονῠπετής) -ές
1 postrado de hinojos σῶμα Tim.15.176, ἕδραι γονυπετεῖς posturas arrodilladas E.Ph.293, ἱκέτης Synes.Ep.41 (p.58), como pred. ὁ δ' ... γ. ἐδεῖτο αὐτοῦ App.Ill.9, ἀποδέχονται γονυπετεῖς τὴν ἐπαρχότητα reciben postrados de hinojos el cargo de prefecto Lyd.Mag.2.9.
2 adv. -ῶς de hinojos προτρέποντος Lyd.Mag.2.17.