ἐνναετής: Difference between revisions
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνναετής''': -ές, ὁ ἔχων ἡλικίαν [[ἐννέα]] ἑτῶν, Θεόκρ. 26, 29: - οὐδ. ἐννάετες, ὡς ἐπίρρ. ἐπὶ [[ἐννέα]] ἔτη, Ἡσ. Θ. 801: - θηλ. ἐνναέτις καὶ Ἰων. εἰν-, ιδος, Ἀνθ. Π. 7. 643· πρβλ. [[εἰναετής]]. | |lstext='''ἐνναετής''': -ές, ὁ ἔχων ἡλικίαν [[ἐννέα]] ἑτῶν, Θεόκρ. 26, 29: - οὐδ. ἐννάετες, ὡς ἐπίρρ. ἐπὶ [[ἐννέα]] ἔτη, Ἡσ. Θ. 801: - θηλ. ἐνναέτις καὶ Ἰων. εἰν-, ιδος, Ἀνθ. Π. 7. 643· πρβλ. [[εἰναετής]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[ἐνναέτης]]¹. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 846] ές, neunjährig, Theocr. 26, 29; ἐννά ετες, adv., neun Jahre lang, Hes. Th. 801.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνναετής: -ές, ὁ ἔχων ἡλικίαν ἐννέα ἑτῶν, Θεόκρ. 26, 29: - οὐδ. ἐννάετες, ὡς ἐπίρρ. ἐπὶ ἐννέα ἔτη, Ἡσ. Θ. 801: - θηλ. ἐνναέτις καὶ Ἰων. εἰν-, ιδος, Ἀνθ. Π. 7. 643· πρβλ. εἰναετής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. ἐνναέτης¹.