ὑφορμίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑφορμίζομαι''': Παθ. καὶ μέσ. προσορμίζομαι κρυφίως· [[καθόλου]], προσορμίζομαι, Θουκ. 2. 83· τῇ Σαλαμῖνι Πλουτ. Σόλων 9. ― μεταφορ., εὑρίσκομαι [[ὑποκάτω]] ἢ ἔν τινι τόπῳ, Φιλόστρ. 670. | |lstext='''ὑφορμίζομαι''': Παθ. καὶ μέσ. προσορμίζομαι κρυφίως· [[καθόλου]], προσορμίζομαι, Θουκ. 2. 83· τῇ Σαλαμῖνι Πλουτ. Σόλων 9. ― μεταφορ., εὑρίσκομαι [[ὑποκάτω]] ἢ ἔν τινι τόπῳ, Φιλόστρ. 670. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>pf.</i> ὑφώρμισμαι;<br />entrer dans le port, jeter l’ancre : [[τῇ]] Σαλαμῖνι PLUT devant Salamine.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], ὁρμίζομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
Pass. and Med.,
A come to anchor, Th.2.83 codd. (ἀφ- Blomfield); τῇ Σαλαμῖνι Plu.Sol.9: metaph., to be found under or in a place, Philostr. Her.1.3.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφορμίζομαι: Παθ. καὶ μέσ. προσορμίζομαι κρυφίως· καθόλου, προσορμίζομαι, Θουκ. 2. 83· τῇ Σαλαμῖνι Πλουτ. Σόλων 9. ― μεταφορ., εὑρίσκομαι ὑποκάτω ἢ ἔν τινι τόπῳ, Φιλόστρ. 670.
French (Bailly abrégé)
pf. ὑφώρμισμαι;
entrer dans le port, jeter l’ancre : τῇ Σαλαμῖνι PLUT devant Salamine.
Étymologie: ὑπό, ὁρμίζομαι.