γρομφάς: Difference between revisions
From LSJ
(6_4) |
(big3_10) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γρομφάς''': -άδος, ἡ, ἢ γρομφίς, ίδος, ἡ, Λατ. scrofa, γουροῦνα, Ἱππῶναξ 48˙ πρβλ. Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. (Πιθαν. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[γράφω]] (Δωρ. [[γρόφω]]), ὀρύττω, πρβλ. Λατ. scrobs). | |lstext='''γρομφάς''': -άδος, ἡ, ἢ γρομφίς, ίδος, ἡ, Λατ. scrofa, γουροῦνα, Ἱππῶναξ 48˙ πρβλ. Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. (Πιθαν. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[γράφω]] (Δωρ. [[γρόφω]]), ὀρύττω, πρβλ. Λατ. scrobs). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-άδος, ἡ [[cerda vieja]] Hsch., <i>Gloss</i>.3.18, cf. [[γρόμφις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 21 August 2017
German (Pape)
[Seite 507] άδος, u. γρομφίς, ίδος, ἡ, Mutterschwein, Sau, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
γρομφάς: -άδος, ἡ, ἢ γρομφίς, ίδος, ἡ, Λατ. scrofa, γουροῦνα, Ἱππῶναξ 48˙ πρβλ. Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. (Πιθαν. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ γράφω (Δωρ. γρόφω), ὀρύττω, πρβλ. Λατ. scrobs).
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ cerda vieja Hsch., Gloss.3.18, cf. γρόμφις.