ἀνατροπεύς: Difference between revisions
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνατροπεύς''': έως, ὁ, ὁ ἀνατρέπων, ὁ [[καταστροφεύς]], τοῦ οἴκου Ἀντιφῶν 116. 28· τῆς νεότητος Πλούτ. 2. 5Β. | |lstext='''ἀνατροπεύς''': έως, ὁ, ὁ ἀνατρέπων, ὁ [[καταστροφεύς]], τοῦ οἴκου Ἀντιφῶν 116. 28· τῆς νεότητος Πλούτ. 2. 5Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br />destructeur ; <i>fig.</i> corrupteur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνατρέπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A ouerturner, destroyer, τοῦ οἴκου Antipho2.2.2; τῆς νεότητος Plu.2.5b; subverter, τῶν ἐν ἀνθρώποις νομιζομένων D.Chr. 37.32.
German (Pape)
[Seite 212] ὁ, der Umwälzer, Zerstörer, οἴκου Antiph. II β 2; Plut. adv. St. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατροπεύς: έως, ὁ, ὁ ἀνατρέπων, ὁ καταστροφεύς, τοῦ οἴκου Ἀντιφῶν 116. 28· τῆς νεότητος Πλούτ. 2. 5Β.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
destructeur ; fig. corrupteur.
Étymologie: ἀνατρέπω.