τεφροειδής: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
(6_7) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τεφροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς τέφραν, τεφρόχρους, Διόσκ. 4. 110. | |lstext='''τεφροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς τέφραν, τεφρόχρους, Διόσκ. 4. 110. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της τέφρας, [[σταχτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μοιάζει με την [[τέφρα]] ως [[προς]] τη [[σύσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέφρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A like ashes, ash-coloured, Dsc.4.109, Aret.SD1.14.
German (Pape)
[Seite 1102] ές, wie Asche, aschgrau, Diosc. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τεφροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τέφραν, τεφρόχρους, Διόσκ. 4. 110.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που έχει το χρώμα της τέφρας, σταχτής
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει με την τέφρα ως προς τη σύσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + -ειδής].