κορώνιος: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(6_16) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κορώνιος''': -ον, «μηνοειδῆ ἔχων κέρατα [[βοῦς]]» Ἡσύχ.; ἀμφίβολ. | |lstext='''κορώνιος''': -ον, «μηνοειδῆ ἔχων κέρατα [[βοῦς]]» Ἡσύχ.; ἀμφίβολ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κορώνιος]], -ον (Α) [[κορώνη]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καμπύλα κέρατα<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Κορώνιος</i> (ενν. <i>μήν</i>)<br />[[ονομασία]] [[μήνα]] στην Κνωσό<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κορώνιον</i><br />[[είδος]] φυτού. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with crumpled horns, Hsch. II Κορώνιος, ὁ (sc. μήν), name of month at Cnossus, GDI5015.28.
Greek (Liddell-Scott)
κορώνιος: -ον, «μηνοειδῆ ἔχων κέρατα βοῦς» Ἡσύχ.; ἀμφίβολ.
Greek Monolingual
κορώνιος, -ον (Α) κορώνη
1. αυτός που έχει καμπύλα κέρατα
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κορώνιος (ενν. μήν)
ονομασία μήνα στην Κνωσό
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κορώνιον
είδος φυτού.