θηλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(6_7)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηλοειδής''': -ές, ἔχων τὸ [[σχῆμα]] θηλῆς, Γλωσσ.
|lstext='''θηλοειδής''': -ές, ἔχων τὸ [[σχῆμα]] θηλῆς, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ές (Α [[θηλοειδής]], -ές)<br /><b>ανατ.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] θηλής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηλή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμφιβληστρο</i>-<i>ειδής</i>, <i>σφαιρο</i>-<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλοειδής Medium diacritics: θηλοειδής Low diacritics: θηλοειδής Capitals: ΘΗΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: thēloeidḗs Transliteration B: thēloeidēs Transliteration C: thiloeidis Beta Code: qhloeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A nipple-shaped, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1207] ές, zitzenförmig, Theophr., l. d.

Greek (Liddell-Scott)

θηλοειδής: -ές, ἔχων τὸ σχῆμα θηλῆς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ές (Α θηλοειδής, -ές)
ανατ. αυτός που έχει σχήμα θηλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή + -ειδής (< είδος), πρβλ. αμφιβληστρο-ειδής, σφαιρο-ειδής].