ἀποκερδαίνω: Difference between revisions
From LSJ
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποκερδαίνω''': μέλλ. -κερδήσω, -κερδᾰνῶ: ἀόρ. -εκέρδησα, -εκέρδᾱνα: ― ἔχω [[κέρδος]], ὠφέλειαν ἔκ τινος πράγματος, [[μετὰ]] γεν. ἀποκερδαίνων ποτοῦ, ἀπολαύων, Εὐρ. Κύκλ. 432· καὶ βραχέα ἀποκερδαίνομεν, κερδαίνομεν ὀλίγα (ἔκ τινος πράγματος), Ἀνδοκ. 17. 32· ἀπολύτ., ἐνέσται ἀποκερδᾶναι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 4. 1. | |lstext='''ἀποκερδαίνω''': μέλλ. -κερδήσω, -κερδᾰνῶ: ἀόρ. -εκέρδησα, -εκέρδᾱνα: ― ἔχω [[κέρδος]], ὠφέλειαν ἔκ τινος πράγματος, [[μετὰ]] γεν. ἀποκερδαίνων ποτοῦ, ἀπολαύων, Εὐρ. Κύκλ. 432· καὶ βραχέα ἀποκερδαίνομεν, κερδαίνομεν ὀλίγα (ἔκ τινος πράγματος), Ἀνδοκ. 17. 32· ἀπολύτ., ἐνέσται ἀποκερδᾶναι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 4. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=tirer parti de, profiter de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κερδαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
pf.
A -κεκέρδαγκα D.C.43.18:—have benefit, enjoyment from or of a thing, c. gen., ποτοῦ E.Cyc.432; ἀ. βραχέα make some small gain of a thing, And.1.134: abs., ἔνεσται ἀποκερδᾶναι Luc. DMort.4.1.
German (Pape)
[Seite 306] (s. κερδαίνω), Genuß, Vortheil von etwas haben, βραχέα Andoc. 1, 134; Sp., wie Luc. Mort. D. 4, 1; τινός Eur. Cycl. 431.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκερδαίνω: μέλλ. -κερδήσω, -κερδᾰνῶ: ἀόρ. -εκέρδησα, -εκέρδᾱνα: ― ἔχω κέρδος, ὠφέλειαν ἔκ τινος πράγματος, μετὰ γεν. ἀποκερδαίνων ποτοῦ, ἀπολαύων, Εὐρ. Κύκλ. 432· καὶ βραχέα ἀποκερδαίνομεν, κερδαίνομεν ὀλίγα (ἔκ τινος πράγματος), Ἀνδοκ. 17. 32· ἀπολύτ., ἐνέσται ἀποκερδᾶναι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 4. 1.