περιάσχολος: Difference between revisions

From LSJ

Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone

Source
(6_16)
 
(32)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιάσχολος''': -ον, ἐνησχολημένος περὶ πολλά, [[πλήρης]] ἀσχολιῶν, Γεώργ. Ἀλεξ. ἐν βίῳ Χρυσ. 208.
|lstext='''περιάσχολος''': -ον, ἐνησχολημένος περὶ πολλά, [[πλήρης]] ἀσχολιῶν, Γεώργ. Ἀλεξ. ἐν βίῳ Χρυσ. 208.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />ο [[γεμάτος]] ασχολίες, [[πολυάσχολος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄσχολος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-[[άσχολος]])].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

περιάσχολος: -ον, ἐνησχολημένος περὶ πολλά, πλήρης ἀσχολιῶν, Γεώργ. Ἀλεξ. ἐν βίῳ Χρυσ. 208.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
ο γεμάτος ασχολίες, πολυάσχολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἄσχολος (πρβλ. πολυ-άσχολος)].