περιάσχολος
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
Greek (Liddell-Scott)
περιάσχολος: -ον, ἐνησχολημένος περὶ πολλά, πλήρης ἀσχολιῶν, Γεώργ. Ἀλεξ. ἐν βίῳ Χρυσ. 208.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
ο γεμάτος ασχολίες, πολυάσχολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἄσχολος (πρβλ. πολυάσχολος)].