κάναδοι: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
(6_4) |
(19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάναδοι''': «σιαγόνες, γνάθοι» (Μακεδ.) Ἡσύχ. | |lstext='''κάναδοι''': «σιαγόνες, γνάθοι» (Μακεδ.) Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κάναδοι]], οἱ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σιαγόνες, γνάθοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το [[γνάθος]], ενώ κατ' άλλους αποτελεί συντετμημένο ή και εσφαλμένο τ. τών [[καναδόκα]], [[κανδόχα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
σιαγόνες, γνάθοι, Hsch. καναδόκα· Χείλη ὀϊστοῦ (Lacon.), Id.; cf. κανδόχα.
Greek (Liddell-Scott)
κάναδοι: «σιαγόνες, γνάθοι» (Μακεδ.) Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κάναδοι, οἱ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σιαγόνες, γνάθοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το γνάθος, ενώ κατ' άλλους αποτελεί συντετμημένο ή και εσφαλμένο τ. τών καναδόκα, κανδόχα.