δυσκαταμάχητος: Difference between revisions

From LSJ

ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded

Source
(6_16)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσκαταμάχητος''': -ον, δυσκόλως καταβαλλόμενος, δυσκατανίκητος, Διόδ. 3. 35.
|lstext='''δυσκαταμάχητος''': -ον, δυσκόλως καταβαλλόμενος, δυσκατανίκητος, Διόδ. 3. 35.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de vencer]] ὁ σαρκοφάγος ταῦρος D.S.3.35, νόσος Erot.43.16<br /><b class="num">•</b>fig., de pers. en sent. amoroso νενίκηται ἡ δ. Hld.4.7.1, de la pobreza, Lib.<i>Decl</i>.34.4<br /><b class="num">•</b>[[difícil de conquistar, atacar]] χώρα Iust.<i>Nou</i>.28.6.
}}
}}

Revision as of 12:09, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκαταμάχητος Medium diacritics: δυσκαταμάχητος Low diacritics: δυσκαταμάχητος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΑΜΑΧΗΤΟΣ
Transliteration A: dyskatamáchētos Transliteration B: dyskatamachētos Transliteration C: dyskatamachitos Beta Code: duskatama/xhtos

English (LSJ)

[μᾰ], ον,

   A hard to overcome, D.S.3.35; νόσος (sc. πενία) Lib.Decl.34.4.

German (Pape)

[Seite 682] schwer zu bekämpfen, D. Sic. 3, 35; auch von Krankheiten, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκαταμάχητος: -ον, δυσκόλως καταβαλλόμενος, δυσκατανίκητος, Διόδ. 3. 35.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de vencer ὁ σαρκοφάγος ταῦρος D.S.3.35, νόσος Erot.43.16
fig., de pers. en sent. amoroso νενίκηται ἡ δ. Hld.4.7.1, de la pobreza, Lib.Decl.34.4
difícil de conquistar, atacar χώρα Iust.Nou.28.6.