λελυμένως: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λελῠμένως''': ἐπίρρ. (λύω) χαλαρῶς, βραδέως, Ἱππ. Κωακ. Προγνώσ. 194. | |lstext='''λελῠμένως''': ἐπίρρ. (λύω) χαλαρῶς, βραδέως, Ἱππ. Κωακ. Προγνώσ. 194. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λελυμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ήπια, [[μαλακά]]<br /><b>2.</b> απροκάλυπτα, απερίφραστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λελυμένος</i>, μτχ. του <i>λέλυμαι</i>, παρακμ. του <i>λύομαι</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:31, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv., (λύω
A mildly, chronically, of fever, Hp.Coac.470, cf. Gal.16.672; openly, freely, τι περί τινος δηλῶσαι Chio Ep.7.3.
German (Pape)
[Seite 28] adv. zum part. perf. pass. zu λύω, gelöst, zerstreut, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
λελῠμένως: ἐπίρρ. (λύω) χαλαρῶς, βραδέως, Ἱππ. Κωακ. Προγνώσ. 194.
Greek Monolingual
λελυμένως (Α)
επίρρ.
1. ήπια, μαλακά
2. απροκάλυπτα, απερίφραστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λελυμένος, μτχ. του λέλυμαι, παρακμ. του λύομαι].