εὐποιΐα: Difference between revisions

From LSJ

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐποιΐα''': ἡ, [[ἀγαθοεργία]], [[εὐεργεσία]], Λουκ. Ἀποκηρυττ. 25· τῆς εἰς ἑαυτὸν εὐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 189. 9· πληθ., νίκησον [[αὐτοῦ]] τὴν ἀγριότητα ταῖς εὐποιΐαις Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 477. 37.
|lstext='''εὐποιΐα''': ἡ, [[ἀγαθοεργία]], [[εὐεργεσία]], Λουκ. Ἀποκηρυττ. 25· τῆς εἰς ἑαυτὸν εὐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 189. 9· πληθ., νίκησον [[αὐτοῦ]] τὴν ἀγριότητα ταῖς εὐποιΐαις Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 477. 37.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />bienfaisance.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ποιέω]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐποιΐα Medium diacritics: εὐποιΐα Low diacritics: ευποιΐα Capitals: ΕΥΠΟΙΪΑ
Transliteration A: eupoiḯa Transliteration B: eupoiia Transliteration C: efpoiia Beta Code: eu)poii/+a

English (LSJ)

ἡ,

   A beneficence, Ep.Hebr.13.16, Inscr.Perg.333, Luc.Abd. 25, D.L.10.10, Procl. in Alc.p.121 C.; τῆς εἴς τινας εὐ. IG3.1054:— in form εὐποΐα, εἰς πλῆθος Inscr.Prien.112.19 (i B. C.): in pl., ib.113.76 (i B. C.), Ph.1.582, Hierocl.p.59 A.

Greek (Liddell-Scott)

εὐποιΐα: ἡ, ἀγαθοεργία, εὐεργεσία, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 25· τῆς εἰς ἑαυτὸν εὐπ. Συλλ. Ἐπιγρ. 189. 9· πληθ., νίκησον αὐτοῦ τὴν ἀγριότητα ταῖς εὐποιΐαις Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 477. 37.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bienfaisance.
Étymologie: εὖ, ποιέω.