ἐμπαροινέω: Difference between revisions
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπαροινέω''': φέρομαι ὡς μεθυσμένος, Λουκ. Τίμ. 14· φέρομαι προσβλητικῶς, ὑβριστικῶς [[πρός]] τινα, ὁ αὐτὸς Θεῶν Δ. 5. 4· τοῖς πράγμασι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 12, 7. | |lstext='''ἐμπαροινέω''': φέρομαι ὡς μεθυσμένος, Λουκ. Τίμ. 14· φέρομαι προσβλητικῶς, ὑβριστικῶς [[πρός]] τινα, ὁ αὐτὸς Θεῶν Δ. 5. 4· τοῖς πράγμασι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 12, 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />se conduire comme un homme ivre : τινι envers qqn, <i>càd</i> l’insulter.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[παροινέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
aor.
A ἐνεπαροίνησα J.Ap.1.8:—behave like one drunken, Luc.Tim.14; act offensively, τινί to another, Ph.2.403, Luc.DDeor. 5.4; τοῖς πράγμασι J.AJ6.12.7; ἐ. ψεύσμασιν indulge recklessly in slanders, ib.20.8.3.
German (Pape)
[Seite 810] (s. παροινέω), im Rausche od. wie ein Betrunkener gegen Etwas verstoßen, Einen frech od. schimpflich behandeln, beleidigen, τινί, Luc. D. D. 5, 4; absol. ἐμπαροινήσει Tim. 14, im Weine schwelgen, sich gütlich thun.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπαροινέω: φέρομαι ὡς μεθυσμένος, Λουκ. Τίμ. 14· φέρομαι προσβλητικῶς, ὑβριστικῶς πρός τινα, ὁ αὐτὸς Θεῶν Δ. 5. 4· τοῖς πράγμασι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 12, 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se conduire comme un homme ivre : τινι envers qqn, càd l’insulter.
Étymologie: ἐν, παροινέω.