πρωτόκουρος: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(6_15)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρωτόκουρος''': -ον, ([[κείρω]]) ὁ πρῶτος καρείς, θερισθείς, ἐπὶ τοῦ τριφυλλίου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 8, 2.
|lstext='''πρωτόκουρος''': -ον, ([[κείρω]]) ὁ πρῶτος καρείς, θερισθείς, ἐπὶ τοῦ τριφυλλίου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 8, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για το [[τριφύλλι]]) αυτός που κόπηκε για πρώτη [[φορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κουρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>ψιλό</i>-<i>κουρος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόκουρος Medium diacritics: πρωτόκουρος Low diacritics: πρωτόκουρος Capitals: ΠΡΩΤΟΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: prōtókouros Transliteration B: prōtokouros Transliteration C: protokouros Beta Code: prwto/kouros

English (LSJ)

ον, (κείρω)

   A first cut, of clover, Arist.HA595b28.

German (Pape)

[Seite 805] zuerst geschoren, beschnitten, Arist. H. A. 8, 8.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόκουρος: -ον, (κείρω) ὁ πρῶτος καρείς, θερισθείς, ἐπὶ τοῦ τριφυλλίου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 8, 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για το τριφύλλι) αυτός που κόπηκε για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -κουρος (< κουρά), πρβλ. ψιλό-κουρος].