ψηφοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(6_7)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψηφοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς ψήφους, πρὸς ψηφίδας ἢ λιθάρια, [[πλήρης]] ψηφίδων ἢ χαλίκων, Θεοφρ. περὶ Λίθ. 47.
|lstext='''ψηφοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς ψήφους, πρὸς ψηφίδας ἢ λιθάρια, [[πλήρης]] ψηφίδων ἢ χαλίκων, Θεοφρ. περὶ Λίθ. 47.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> όμοιος με [[ψηφίδα]]<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] ψηφίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψήφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηφοειδής Medium diacritics: ψηφοειδής Low diacritics: ψηφοειδής Capitals: ΨΗΦΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: psēphoeidḗs Transliteration B: psēphoeidēs Transliteration C: psifoeidis Beta Code: yhfoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A pebbly, Thphr.Lap.47.

German (Pape)

[Seite 1397] ές, kieselartig, kieselähnlich, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ψηφοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ψήφους, πρὸς ψηφίδας ἢ λιθάρια, πλήρης ψηφίδων ἢ χαλίκων, Θεοφρ. περὶ Λίθ. 47.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. όμοιος με ψηφίδα
2. γεμάτος ψηφίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + -ειδής].