ἁπαλόστρακος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source
(6_17)
(big3_5)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁπαλόστρακος''': -ον, ὁ ἔχων ἁπαλὸν [[ὄστρακον]], «πάντα τὰ ὄστρακόδερμα καὶ ἁπαλόστρακα ὡς οἱ κάραβοι καὶ καρκίνοι καὶ ἀστακοὶ» Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 92C.
|lstext='''ἁπαλόστρακος''': -ον, ὁ ἔχων ἁπαλὸν [[ὄστρακον]], «πάντα τὰ ὄστρακόδερμα καὶ ἁπαλόστρακα ὡς οἱ κάραβοι καὶ καρκίνοι καὶ ἀστακοὶ» Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 92C.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que tiene caparazón blando]]de escarabajos, Nemes.<i>Nat.Hom</i>.M.40.520A.
}}
}}

Revision as of 12:15, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 277] mit weicher Schaale, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπαλόστρακος: -ον, ὁ ἔχων ἁπαλὸν ὄστρακον, «πάντα τὰ ὄστρακόδερμα καὶ ἁπαλόστρακα ὡς οἱ κάραβοι καὶ καρκίνοι καὶ ἀστακοὶ» Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 92C.

Spanish (DGE)

-ον
que tiene caparazón blandode escarabajos, Nemes.Nat.Hom.M.40.520A.