καταδίκη: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταδίκη''': ῐ, ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἐπίχαρμ. 99 Ahr.· ἡ χρηματικὴ [[ποινή]], ἀποζημίωσις, Θουκ. 5. 49, 50, Δημ. 1155. 2· μετεῖναι αὐτῷ τὸ ἥμισυ τῆς καταδίκης Συλλ. Ἐπιγρ. 2161. 16, πρβλ. 2556. 52., 5774. 156. | |lstext='''καταδίκη''': ῐ, ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἐπίχαρμ. 99 Ahr.· ἡ χρηματικὴ [[ποινή]], ἀποζημίωσις, Θουκ. 5. 49, 50, Δημ. 1155. 2· μετεῖναι αὐτῷ τὸ ἥμισυ τῆς καταδίκης Συλλ. Ἐπιγρ. 2161. 16, πρβλ. 2556. 52., 5774. 156. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> condamnation;<br /><b>2</b> punition, peine, <i>particul.</i> amende.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δίκη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A judgement given against one, sentence, Epich.148.5, Plb.25.3.1 (pl.), LXX Wi.12.27, Phld.Rh.1.12S., Act.Ap.25.15, Plu.Cor.29, PGnom.208 (ii A. D.); κ. εἰς μονομάχους Artem.4.65. 2 damages or fine, Th.5.49, 50, D.47.52, PHal.1.52 (iii B.C.); μετεῖναι αὐτῷ τὸ ἥμισυ τῆς κ. IG 12(8).267.16 (Thasos, iii B.C.), cf. Tab.Heracl.1.156 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1346] ἡ, Verurtheilung, Bestrafung; Epicharm. bei Ath. II, 36 d; πρὸς καταδίκας ἐκπεπτωκότες, verbannt, Pol. 26, 5, 1; Sp., wie Plut. adv. Col. 32. – Die Strafe, Luc. D. Mort. 10 E.; bes. Geldstrafe, ἡ κατ. δισχίλιαι μναῖ ἦσαν Thuc. 5, 49; ἐκτετικέναι, ἀπολαβεῖν, Dem. 21, 91. 47, 52 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
καταδίκη: ῐ, ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἐπίχαρμ. 99 Ahr.· ἡ χρηματικὴ ποινή, ἀποζημίωσις, Θουκ. 5. 49, 50, Δημ. 1155. 2· μετεῖναι αὐτῷ τὸ ἥμισυ τῆς καταδίκης Συλλ. Ἐπιγρ. 2161. 16, πρβλ. 2556. 52., 5774. 156.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 condamnation;
2 punition, peine, particul. amende.
Étymologie: κατά, δίκη.