χρυσοχοΐα: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(6_10)
(47c)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσοχοΐα''': ἡ, ἡ κατεργασία τοῦ χρυσοῦ, τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ χρυσοχόου, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἀέτιος, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 493.
|lstext='''χρῡσοχοΐα''': ἡ, ἡ κατεργασία τοῦ χρυσοῦ, τὸ [[ἐπάγγελμα]] τοῦ χρυσοχόου, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἀέτιος, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 493.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[χρυσοχόος]]<br />η [[τέχνη]] του χρυσοχόου, η [[κατεργασία]] του χρυσού και άλλων πολύτιμων μετάλλων.
}}
}}

Latest revision as of 06:17, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1383] ἡ, das Gießen, Bearbeiten des Goldes, das Gewerbe des χρυσοχόος, Lob. Phryn. p. 493.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοχοΐα: ἡ, ἡ κατεργασία τοῦ χρυσοῦ, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ χρυσοχόου, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἀέτιος, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 493.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ χρυσοχόος
η τέχνη του χρυσοχόου, η κατεργασία του χρυσού και άλλων πολύτιμων μετάλλων.