χρυσοχοΐα

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source

German (Pape)

[Seite 1383] ἡ, das Gießen, Bearbeiten des Goldes, das Gewerbe des χρυσοχόος, Lob. Phryn. p. 493.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοχοΐα: ἡ, ἡ κατεργασία τοῦ χρυσοῦ, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ χρυσοχόου, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἀέτιος, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 493.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ χρυσοχόος
η τέχνη του χρυσοχόου, η κατεργασία του χρυσού και άλλων πολύτιμων μετάλλων.