πολυφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῡφόρος''': -ον, ὁ πολλὰ φέρων, π. καὶ παμφόρος Πλάτ. Νόμ. 705Β, πρβλ. Στράβ. 284. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ φέρῃ πολὺ [[ὕδωρ]], δηλ. νὰ ἀναμιχθῇ [[μετὰ]] πολλοῦ ὕδατος, ἐπὶ δυνατοῦ οἴνου, Γαλην. 11. 93, Γεωπ. 7. 23· πρβλ. [[ὀλιγοφόρος]]· ― μεταφορ., πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι, ἀνεμίχθην μὲ δαίμονα πολὺ ἰσχυρὸν πρὸς τὸ κακό, «πολλά μοι κακὰ ὑφ’ ἕνα καιρὸν ἄγοντι ἢ ποικίλα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Πλ. 853.
|lstext='''πολῡφόρος''': -ον, ὁ πολλὰ φέρων, π. καὶ παμφόρος Πλάτ. Νόμ. 705Β, πρβλ. Στράβ. 284. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ φέρῃ πολὺ [[ὕδωρ]], δηλ. νὰ ἀναμιχθῇ [[μετὰ]] πολλοῦ ὕδατος, ἐπὶ δυνατοῦ οἴνου, Γαλην. 11. 93, Γεωπ. 7. 23· πρβλ. [[ὀλιγοφόρος]]· ― μεταφορ., πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι, ἀνεμίχθην μὲ δαίμονα πολὺ ἰσχυρὸν πρὸς τὸ κακό, «πολλά μοι κακὰ ὑφ’ ἕνα καιρὸν ἄγοντι ἢ ποικίλα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Πλ. 853.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui produit beaucoup, très fertile;<br /><b>2</b> qui amène des retours de fortune, des vicissitudes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φέρω]].
}}
}}

Revision as of 18:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠφόρος Medium diacritics: πολυφόρος Low diacritics: πολυφόρος Capitals: ΠΟΛΥΦΟΡΟΣ
Transliteration A: polyphóros Transliteration B: polyphoros Transliteration C: polyforos Beta Code: polufo/ros

English (LSJ)

ον (parox.),

   A bearing much, productive, prolific, π. καὶ παμφόρος Pl.Lg. 705b, cf. Str.6.3.9: Comp. -ώτεροι, φοινικῶνες J.BJ4.8.2.    2 metaph., χρόνος π. πονηρίας ib.7.8.1: Sup., τὸ κακὸν -ώτατον Ph. 1.361.    II that will bear much water, opp. ὀλιγοφόρος, of strong wine, Gal.15.669, Gp.7.23: metaph., πολυφόρῳ δαίμονι δυγκεκρᾶσθαι to have a fortune that wants tempering, Ar.Pl.853.

German (Pape)

[Seite 676] viel tragend, fruchtbar, Plat. Legg. IV, 705 b. – Auch δαίμων, der vielerlei Schicksale herbeiführt, Ar. Plut. 853.

Greek (Liddell-Scott)

πολῡφόρος: -ον, ὁ πολλὰ φέρων, π. καὶ παμφόρος Πλάτ. Νόμ. 705Β, πρβλ. Στράβ. 284. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ φέρῃ πολὺ ὕδωρ, δηλ. νὰ ἀναμιχθῇ μετὰ πολλοῦ ὕδατος, ἐπὶ δυνατοῦ οἴνου, Γαλην. 11. 93, Γεωπ. 7. 23· πρβλ. ὀλιγοφόρος· ― μεταφορ., πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι, ἀνεμίχθην μὲ δαίμονα πολὺ ἰσχυρὸν πρὸς τὸ κακό, «πολλά μοι κακὰ ὑφ’ ἕνα καιρὸν ἄγοντι ἢ ποικίλα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Πλ. 853.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui produit beaucoup, très fertile;
2 qui amène des retours de fortune, des vicissitudes.
Étymologie: πολύς, φέρω.