μεταμορφόω: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταμορφόω''': [[μεταβάλλω]] τὴν μορφήν τινος, μεταμορφώνω, ἑαυτὸν εἴς τι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 1· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., [[πάσχω]] ἀλλοίωσιν, μεταμορφώνομαι, Πλούτ. 2. 52D, Λουκ. Ὄν. 11· εἰς ἰχθὺν Ἀνθ. 334C· ― τροποποιεῖται ἡ [[μορφή]] μου ἐπὶ τὸ μεγαλειότερον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 2, κτλ.
|lstext='''μεταμορφόω''': [[μεταβάλλω]] τὴν μορφήν τινος, μεταμορφώνω, ἑαυτὸν εἴς τι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 1· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., [[πάσχω]] ἀλλοίωσιν, μεταμορφώνομαι, Πλούτ. 2. 52D, Λουκ. Ὄν. 11· εἰς ἰχθὺν Ἀνθ. 334C· ― τροποποιεῖται ἡ [[μορφή]] μου ἐπὶ τὸ μεγαλειότερον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 2, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />transformer, métamorphoser : ἑαυτὸν [[εἴς]] [[τι]] ÉL se métamorphoser en qch.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[μορφόω]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταμορφόω Medium diacritics: μεταμορφόω Low diacritics: μεταμορφόω Capitals: ΜΕΤΑΜΟΡΦΟΩ
Transliteration A: metamorphóō Transliteration B: metamorphoō Transliteration C: metamorfoo Beta Code: metamorfo/w

English (LSJ)

   A transform, Gal.19.479; ἑαυτὸν εἴς τι Ael.VH1.1; disguise, ἑαυτόν App.BC4.41:—mostly in Pass., to be transformed, Ep.Rom.12.2, Plu.2.52d, Luc.Asin.11; εἰς θηρίων ἰδέαν D.S.4.81; εἰς Ἀπόλλωνα Ph.2.559; εἰς ἰχθύν Ath.8.334c; ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν 2 Ep.Cor.3.18; to be transfigured, Ev.Matt.17.2, etc.

German (Pape)

[Seite 150] umgestalten, in eine andere Gestalt verwandeln; τὴν Νέμεσιν ποιεῖ εἰς ἰχθὺν μεταμορφουμένην, Ath. VIII, 334 c; Luc. Asin. 11 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεταμορφόω: μεταβάλλω τὴν μορφήν τινος, μεταμορφώνω, ἑαυτὸν εἴς τι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 1· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., πάσχω ἀλλοίωσιν, μεταμορφώνομαι, Πλούτ. 2. 52D, Λουκ. Ὄν. 11· εἰς ἰχθὺν Ἀνθ. 334C· ― τροποποιεῖται ἡ μορφή μου ἐπὶ τὸ μεγαλειότερον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 2, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
transformer, métamorphoser : ἑαυτὸν εἴς τι ÉL se métamorphoser en qch.
Étymologie: μετά, μορφόω.