μαρμαρυγώδης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(6_7)
(24)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαρμᾰρῠγώδης''': -ες, μαρμαίρων, ἀκτινοβολῶν, ὄμματα Ἱππ. π. Διαιτ. Ὀξ. 390· μαρμαρυγῶδές τι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὁ αὐτ. 111Α.
|lstext='''μαρμᾰρῠγώδης''': -ες, μαρμαίρων, ἀκτινοβολῶν, ὄμματα Ἱππ. π. Διαιτ. Ὀξ. 390· μαρμαρυγῶδές τι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὁ αὐτ. 111Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[μαρμαρυγώδης]], -ῶδες (Α) [[μαρμαρυγή]]<br />αυτός που φωσφορίζει, που λάμπει, που ακτινοβολεί («μαρμαρυγώδεά σφεων τὰ ὄμματα», Ιπποκρ.).
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρῠγώδης Medium diacritics: μαρμαρυγώδης Low diacritics: μαρμαρυγώδης Capitals: ΜΑΡΜΑΡΥΓΩΔΗΣ
Transliteration A: marmarygṓdēs Transliteration B: marmarygōdēs Transliteration C: marmarygodis Beta Code: marmarugw/dhs

English (LSJ)

ες, '

   A seeing sparks', ὄμματα Hp. Acut.42; μαρμαρυγῶδές τι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν Id.Prorrh.2.35.

Greek (Liddell-Scott)

μαρμᾰρῠγώδης: -ες, μαρμαίρων, ἀκτινοβολῶν, ὄμματα Ἱππ. π. Διαιτ. Ὀξ. 390· μαρμαρυγῶδές τι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὁ αὐτ. 111Α.

Greek Monolingual

μαρμαρυγώδης, -ῶδες (Α) μαρμαρυγή
αυτός που φωσφορίζει, που λάμπει, που ακτινοβολεί («μαρμαρυγώδεά σφεων τὰ ὄμματα», Ιπποκρ.).