μαγάδης: Difference between revisions
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
(6_19) |
(23) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαγάδης''': -ου, ὁ, = [[μάγαδις]], Ἀνακρ. (Ἀποσπ. 5) παρ’ Ἀθην. 634C, [[ἔνθα]] τὸ μάγαδιν [[εἶναι]] [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου, καὶ ἐπανορθωτέον, μαγάδην ἐκ τοῦ [[Πολυδ]]. Δ΄, 61. Ἀλλὰ παρ’ Ἡσυχ. (ἐν λ. μαγάδεις), [[μαγάδης]] αὐλὸς καὶ τῇ μαγάδῃ [[εἶναι]] σφάλματα τοῦ ἀντιγραφέως ἀντὶ [[μάγαδις]] αὐλὸς καὶ τῇ μαγάδει. | |lstext='''μαγάδης''': -ου, ὁ, = [[μάγαδις]], Ἀνακρ. (Ἀποσπ. 5) παρ’ Ἀθην. 634C, [[ἔνθα]] τὸ μάγαδιν [[εἶναι]] [[ἐναντίον]] τοῦ μέτρου, καὶ ἐπανορθωτέον, μαγάδην ἐκ τοῦ [[Πολυδ]]. Δ΄, 61. Ἀλλὰ παρ’ Ἡσυχ. (ἐν λ. μαγάδεις), [[μαγάδης]] αὐλὸς καὶ τῇ μαγάδῃ [[εἶναι]] σφάλματα τοῦ ἀντιγραφέως ἀντὶ [[μάγαδις]] αὐλὸς καὶ τῇ μαγάδει. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μαγάδης]], ὁ (Α)<br />η [[μάγαδις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[μάγαδις]] σχηματισμένος για μετρικούς λόγους]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:43, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
μαγάδης: -ου, ὁ, = μάγαδις, Ἀνακρ. (Ἀποσπ. 5) παρ’ Ἀθην. 634C, ἔνθα τὸ μάγαδιν εἶναι ἐναντίον τοῦ μέτρου, καὶ ἐπανορθωτέον, μαγάδην ἐκ τοῦ Πολυδ. Δ΄, 61. Ἀλλὰ παρ’ Ἡσυχ. (ἐν λ. μαγάδεις), μαγάδης αὐλὸς καὶ τῇ μαγάδῃ εἶναι σφάλματα τοῦ ἀντιγραφέως ἀντὶ μάγαδις αὐλὸς καὶ τῇ μαγάδει.
Greek Monolingual
μαγάδης, ὁ (Α)
η μάγαδις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μάγαδις σχηματισμένος για μετρικούς λόγους].