ἀνομαλίζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_2) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνομαλίζω''': [[ἐπαναφέρω]] εἰς τὸ ὁμαλόν, ἐξισῶ, γινώσκομεν δὲ τὸ [[ῥῆμα]] μόνον ἐκ τοῦ ἀπαρ. τοῦ παρακ. ἀνωμαλίσθαι, Ἀριστ. Ρητ. 3. 11. 5˙ πρβλ. ἑπόμ. | |lstext='''ἀνομαλίζω''': [[ἐπαναφέρω]] εἰς τὸ ὁμαλόν, ἐξισῶ, γινώσκομεν δὲ τὸ [[ῥῆμα]] μόνον ἐκ τοῦ ἀπαρ. τοῦ παρακ. ἀνωμαλίσθαι, Ἀριστ. Ρητ. 3. 11. 5˙ πρβλ. ἑπόμ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>inf. pf. Pass.</i> [[ἀνωμαλίσθαι]];<br />égaliser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ὁμαλίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
A restore to equality, equalize, Pass., pf. inf. ἀνωμαλίσθαι Arist.Rh.1412a16: fut., cj. in Pol.1265a40; cf. sq.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομαλίζω: ἐπαναφέρω εἰς τὸ ὁμαλόν, ἐξισῶ, γινώσκομεν δὲ τὸ ῥῆμα μόνον ἐκ τοῦ ἀπαρ. τοῦ παρακ. ἀνωμαλίσθαι, Ἀριστ. Ρητ. 3. 11. 5˙ πρβλ. ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
inf. pf. Pass. ἀνωμαλίσθαι;
égaliser.
Étymologie: ἀνά, ὁμαλίζω.