ἐνδιήκω: Difference between revisions
From LSJ
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
(6_1) |
(big3_14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνδιήκω''': [[διήκω]] ἔν τινι, εἰσχωρῶ, [[διέρχομαι]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 41. | |lstext='''ἐνδιήκω''': [[διήκω]] ἔν τινι, εἰσχωρῶ, [[διέρχομαι]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 41. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=fil. [[penetrar]], [[traspasar]], [[extenderse]] ref. propiedades y fenóm. elementales y naturales <θείας τινὰς δυνάμεις> ἐνδιήκειν τοῖς ὑλικοῖς στοιχείοις Xenocrates 213, πνεῦμα ... ἐνδιῆκον δι' ὅλου τοῦ κόσμου <i>Placit</i>.1.7.33, αἱ ἐνδιήκουσαι ἐν τοῖς κατὰ μέρος κοινότητες S.E.<i>M</i>.8.41. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 21 August 2017
English (LSJ)
A pervade, as the essence pervades the individuals of a class, αἱ ἐνδιήκουσαι ἐν τοῖς κατὰ μέρος κοινότητες S.E. M.8.41.
German (Pape)
[Seite 834] sich hindurch erstrecken, darin sein, gezt. Emp. adv. math. 8, 41.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδιήκω: διήκω ἔν τινι, εἰσχωρῶ, διέρχομαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 41.
Spanish (DGE)
fil. penetrar, traspasar, extenderse ref. propiedades y fenóm. elementales y naturales <θείας τινὰς δυνάμεις> ἐνδιήκειν τοῖς ὑλικοῖς στοιχείοις Xenocrates 213, πνεῦμα ... ἐνδιῆκον δι' ὅλου τοῦ κόσμου Placit.1.7.33, αἱ ἐνδιήκουσαι ἐν τοῖς κατὰ μέρος κοινότητες S.E.M.8.41.