μισγόνομος: Difference between revisions
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
(6_5) |
(25) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μισγόνομος''': γῆ, γῆ βοσκήσιμος δημοσία, Ἡσύχ. | |lstext='''μισγόνομος''': γῆ, γῆ βοσκήσιμος δημοσία, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μισγόνομος]], -ον (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>φρ.</b> «[[μισγόνομος]] γῆ<br />γῆ βοσκήσιμος [[δημοσίᾳ]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μίσγω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]] «[[βόσκω]]»). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 189] γῆ, Land mit gemischter Weide, Gemeinweide, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μισγόνομος: γῆ, γῆ βοσκήσιμος δημοσία, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μισγόνομος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) φρ. «μισγόνομος γῆ
γῆ βοσκήσιμος δημοσίᾳ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίσγω + -νομος (< νέμω «βόσκω»). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].