ὀφλοί: Difference between revisions

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
(6_4)
(30)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀφλοί''': «ὀφειλέται· ὀφειλαὶ» Ἡσύχ.
|lstext='''ὀφλοί''': «ὀφειλέται· ὀφειλαὶ» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ὀφλοὶ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὀφειλέται, ὀφειλαί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> από το θ. <i>ὀφλ</i>- του αορ. β' [[ὦφλον]] του ρ. [[ὀφείλω]]].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφλοί Medium diacritics: ὀφλοί Low diacritics: οφλοί Capitals: ΟΦΛΟΙ
Transliteration A: ophloí Transliteration B: ophloi Transliteration C: ofloi Beta Code: o)floi/

English (LSJ)

ὀφειλέται, ὀφειλαί, Hsch. ὀφνίς· ὕννις, ἄροτρον, Id.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφλοί: «ὀφειλέται· ὀφειλαὶ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀφλοὶ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὀφειλέται, ὀφειλαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < από το θ. ὀφλ- του αορ. β' ὦφλον του ρ. ὀφείλω].