ἀπόδειπνος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(6_16) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόδειπνος''': -ον, «[[ἄδειπνος]]» Ἡσύχ. ΙΙ. ἀπόδειπνον, τό, παρὰ μεταγεν. Ἐκκλ. ἡ [[μετὰ]] τὸ [[δεῖπνον]] [[ἀκολουθία]], completorium, [[ὡσαύτως]] ἀποδείπνιον. | |lstext='''ἀπόδειπνος''': -ον, «[[ἄδειπνος]]» Ἡσύχ. ΙΙ. ἀπόδειπνον, τό, παρὰ μεταγεν. Ἐκκλ. ἡ [[μετὰ]] τὸ [[δεῖπνον]] [[ἀκολουθία]], completorium, [[ὡσαύτως]] ἀποδείπνιον. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[que no ha cenado]] Hsch. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A = ἄδειπνος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 300] vom Essen herkommend; = ἄδειπνος Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόδειπνος: -ον, «ἄδειπνος» Ἡσύχ. ΙΙ. ἀπόδειπνον, τό, παρὰ μεταγεν. Ἐκκλ. ἡ μετὰ τὸ δεῖπνον ἀκολουθία, completorium, ὡσαύτως ἀποδείπνιον.
Spanish (DGE)
-ον que no ha cenado Hsch.